κρώβυλος

κρώβυλος
κρώβυλ-ος (parox., v. Hdn.Gr.1.163), ,
A roll or knot of hair on the crown of the head, worn at Athens,

κρωβύλον ἀναδούμενοι Th.1.6

, cf. Antiph.189, Sch.Ar.Nu.980.
2 nickname of the orator Hegesippus, Aeschin.3.118.
3 name of a πορνοβοσκός: prov., Κρωβύλου ζεῦγος 'a precious pair', Lib.Ep.91.2, Hsch., etc.
II tuft of hair on a helmet, X.An.5.4.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρωβύλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρώβυλος — roll masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρώβυλος — roll masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωβύλος — (4ος; αι. π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Άκμασε στις περιόδους της Μέσης και της Νέας κωμωδίας. Έγραψε τα έργα Απαγχομένη, Απολείπουσα και Ψευδοϋποβολιμαίος, αποσπάσματα των οποίων αναφέρονται από τον Αθήναιο. Ήταν πιθανότατα σύγχρονος του ρήτορα Υπερείδη …   Dictionary of Greek

  • κρωβύλου — κρώβυλος roll masc gen sg κρωβύλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωβύλους — κρώβυλος roll masc acc pl κρωβύλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωβύλων — κρώβυλος roll masc gen pl κρωβύλος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωβύλῳ — κρώβυλος roll masc dat sg κρωβύλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρωβύλον — κρωβύλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρωβύλου — Κρώβυλος roll masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρωβύλους — Κρώβυλος roll masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”